ἀδωροδοκήτως
From LSJ
ἡ κέρκος τῇ ἀλώπεκι μαρτυρεῖ → you can tell a fox by its tail, small traits give the clue to the character of a person
French (Bailly abrégé)
adv.
sans se laisser corrompre par des présents.
Étymologie: ἀδωροδόκητος.
Russian (Dvoretsky)
ἀδωροδοκήτως: неподкупно, бескорыстно (δικαίως καὶ ἀ. πάντα πεπρᾶχθαι Dem.).
English (Woodhouse)
(see also: ἀδωροδόκητος) without taking bribes