γαπόνος

From LSJ
Revision as of 13:55, 4 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (CSV import)

Ἡ γὰρ σιωπὴ μαρτυρεῖ τὸ μὴ θέλειν → Hominem non velle significat silentium → Das Schweigen zeugt davon, dass der, der schweigt, nicht will

Menander, Monostichoi, 223

Spanish (DGE)

v. γεωπόνος.

Greek Monolingual

γαπόνος, ο (δωρ. τ.) (Α)
ο γεωργός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γη (δωρ. γα) + -πόνος < πονώ, πονούμαι. Συνώνυμο της αρχαίας επίσης λ. γεωπόνος «γεωργός»].

Russian (Dvoretsky)

γᾱπόνος: ὁ дор. = γεωπόνος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γαπόνος, ὁ Dor. voor γεωπόνος.

English (Woodhouse)

peasant

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)