στράβηλος

From LSJ
Revision as of 14:25, 4 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (CSV import)

Κρεῖττον τὸ μὴ ζῆν ἐστιν ἢ ζῆν ἀθλίως → Death is better than a life of misery → Satius mori quam calamitose vivere → Der Tod ist besser als ein Leben in der Not

Menander, Monostichoi, 296
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στράβηλος Medium diacritics: στράβηλος Low diacritics: στράβηλος Capitals: ΣΤΡΑΒΗΛΟΣ
Transliteration A: strábēlos Transliteration B: strabēlos Transliteration C: stravilos Beta Code: stra/bhlos

English (LSJ)

[ᾰ], ὁ and ἡ,

   A snail or shell-fish, ἁλία σ. S.Fr.324, cf. Arist.Fr.304, Speus. ap. Ath.3.86c.    II wild olive, Pherecr.13 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 950] ὁ, statt στράβαλος, ein gewundener, gedrehter Körper, wic στρόβιλος u. στρόμβος, bes. eine Schnecke, Soph. frg. 299 bei Ath. III, 86 d. – Bei Phereer. Ath. VII, 316 e, nach Poll. 6, 45, die Frucht des wilden Oelbaums.

Greek (Liddell-Scott)

στράβηλος: [ᾰ], ὁ καὶ ἡ, (στρέφω) ζωΰφιον συνεστραμμένον καὶ ἑλικοειδῶς βαῖνον (πρβλ. στρόβιλος), κοχλίας, Σοφ. Ἀποσπ. 209, Ἀριστ. Ἀποσπ 287, Ἀθήν. 86C κἑξ. ΙΙ. ἀγρία ἐλαία, Φερεκρ. ἐν «Ἀγρ» 2.

Greek Monolingual

ό, ἡ, Α
1. κοχλίας («στράβηλοι
κοχλίαι», Ησύχ.)
2. είδος αγριελιάς («τὰς δὲ κοτινάδας ἐλάας στραβήλους ὠνόμασε Φερεκράτης», Πολυδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συνεσταλμένη βαθμίδα στραβ- του στρεβ-λός + επίθημα -ηλος (πρβλ. τράχ-ηλος)].

Russian (Dvoretsky)

στράβηλος: (ᾰ) ὁ улитка или раковина Soph., Arst.

English (Woodhouse)

snail shell

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)