προσεκτέον

From LSJ
Revision as of 18:10, 4 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - ", [[to be " to ", to [[be ")

μὴ τὴν ὄψιν καλλωπίζου, ἀλλ' ἐν τοῖς ἐπιτηδεύμασιν ἴσθι καλός → Don't beautify your face, but be beautiful in your habits (Thales, in Diog. Laertius 1.37)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσεκτέον Medium diacritics: προσεκτέον Low diacritics: προσεκτέον Capitals: ΠΡΟΣΕΚΤΕΟΝ
Transliteration A: prosektéon Transliteration B: prosekteon Transliteration C: prosekteon Beta Code: prosekte/on

English (LSJ)

(προσέχω)

   A one must apply, τὸν νοῦν ἡμῖν αὐτοῖς Pl. Men.96d, cf. Isoc.Ep.2.17: abs., one must attend, τινι to a thing, Pl. Demod.384e; λόγοις Aeschin.1.119, cf. Plb.1.64.2; Σοφοκλεῖ Plu. Phoc.1; one must notice, πῶς . . Iamb.in Nic.p.69 P.    2 one must agree with, τινι Str.7.3.6, cf. Sor.1.56.    II προσεκτέος, α, ον, to be taken into consideration, π. οἱ τρόποι Vett. Val.332.22.

Greek (Liddell-Scott)

προσεκτέον: ῥημ. ἐπίθ. τοῦ προσέχω, δεῖ προσέχειν, τὸν νοῦν ἡμῖν αὐτοῖς Πλάτ. Μένων 96D, πρβλ. Ἰσοκρ. 410Β· ἀπολ., τινί, εἴς τι πρᾶγμα, Πλάτ. Δημόδ. 384Ε· λόγοις Αἰσχίν. 16, 43· πρβλ. Πολύβ. 1. 64, 2. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «προσεκτέα· σπουδαστέα».

Greek Monotonic

προσεκτέον: ρημ. επίθ. του προσέχω, αυτό που πρέπει κάποιος να επικολλήσει, να εφαρμόσει, σε Πλάτ.· απόλ., αυτός που πρέπει να προσέχει, τινί, σ' ένα πράγμα, σε Αισχίν.

Russian (Dvoretsky)

προσεκτέον: adj. verb. к προσέχω.