καταχωρισμός
From LSJ
Κόλαζε τὸν πονηρόν, ἄνπερ δυνατὸς ᾖς → Malum castiga, maxime si sis potens → Den Schurken strafe, wenn du dazu fähig bist
English (LSJ)
ὁ,
A registration, deposit in a registry, PAmh.2.35.37 (ii B.C.), POxy.514.4 (ii A.D.), etc.: setting in order, πράξεων Andronic.Rhod.p.576 M. (pl.).
Greek (Liddell-Scott)
καταχωρισμός: ὁ, τὸ καταχωρίζειν, κατατάττειν καὶ ἐγγράφειν.
Greek Monolingual
ὁ (Α καταχωρισμός) καταχωρίζω
καταχώριση
αρχ.
διευθέτηση, ταξιθέτηση, ταξινόμηση.