κρήδεσμον

From LSJ
Revision as of 18:40, 7 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

Κρεῖττον τὸ μὴ ζῆν ἐστιν ἢ ζῆν ἀθλίως → Death is better than a life of misery → Satius mori quam calamitose vivere → Der Tod ist besser als ein Leben in der Not

Menander, Monostichoi, 296
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρήδεσμον Medium diacritics: κρήδεσμον Low diacritics: κρήδεσμον Capitals: ΚΡΗΔΕΣΜΟΝ
Transliteration A: krḗdesmon Transliteration B: krēdesmon Transliteration C: kridesmon Beta Code: krh/desmon

English (LSJ)

κεφαλόδεσμον, Hsch. κρηῆναι, κρήηνον,

   A v. κραίνω. κρηθεῖν· κακολογεῖν, Id. κρῆθεν, Adv., v. κράς 11.

Greek Monolingual

κρήδεσμον (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «κεφαλόδεσμον».
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρή-δεσμον
το α' συνθετικό κρη- ανάγεται πιθ. στη λ. κάρα «κεφάλι» (πρβλ. και κρήδεμνον) και το β' συνθετικό -δεσμον < δέω «δένω»].