κορός

Revision as of 18:40, 7 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

(A), Adj.

   A dark, black, Sch.D Il.1.170: etym. of κόραξ, EM 529.30.
κορός (B), Adj.

   A pure, Procl.Theol.Plat.5.3 (where θεοῦ κόρου καὶ νοῦ ὄντος), Id.ad Hes.Op.111, EM540.5, cf. Pl.Cra.396b (Κρόνος = κορὸς νοῦς).

Greek Monolingual

(I)
κορός και κόρος (Α)
επίθ. καθαρός, αγνός.
(II)
κορός (Α)
επίθ. μαύρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Οι Αρχαίοι το συνέδεαν με το κόραξ.