σμῖλα
From LSJ
ἐν δὲ μηνὸς πρῶτον τύχεν ἆμαρ → it chanced to be on the first of the month, that day fell on the first of the month
English (LSJ)
ἡ,= σμίλη, AP6.62 (Phil.), 295 (Phan.).
German (Pape)
[Seite 911] ἡ, = σμίλη, Phanias 3 (VI, 295).
Greek (Liddell-Scott)
σμῖλα: ἡ, = σμίλη, Ἀνθ. Π. 6. 62, 295.
Greek Monolingual
ἡ, Α
βλ. σμίλη.
Greek Monotonic
σμῖλα: ἡ, = σμίλη, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
σμῖλα: ἡ дор. Anth. = σμίλη.