Δέσποινα γὰρ γέροντι νυμφίῳ γυνή → Mulier fit domina sponso, simulac senuerit → Die Frau beherrscht, sobald er alt, den Bräutigam
Full diacritics: σμώγω | Medium diacritics: σμώγω | Low diacritics: σμώγω | Capitals: ΣΜΩΓΩ |
Transliteration A: smṓgō | Transliteration B: smōgō | Transliteration C: smogo | Beta Code: smw/gw |
A smite, cited as etym. of σμῶδιξ, EM721.23.
σμώγω: πλήττω, μνημονεύεται ὡς ῥίζα τοῦ σμῶδιξ, Ἐτυμολ. Μέγ. 721. 23.
Α
πλήττω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. σμώγω απαντά στο Μέγα Ετυμολογικόν, όπου θεωρείται ως ο ρηματικός τ. από τον οποίο παράγεται η λ. σμῶδιξ].