στέλλα

From LSJ
Revision as of 19:27, 7 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

γνοίης ὅσσον ὄνων κρέσσονες ἡμίονοι → you know how much better are donkeys from mules

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στέλλα Medium diacritics: στέλλα Low diacritics: στέλλα Capitals: ΣΤΕΛΛΑ
Transliteration A: stélla Transliteration B: stella Transliteration C: stella Beta Code: ste/lla

English (LSJ)

ζῶσμα, Hsch. στελλάνδρα· ἡ κόρη, Id.

Greek Monolingual

(I)
ἡ, Α
(κατά τον Ησύχ.) «ζῶσμα».στέλ(λ)α (II)
η, Ν
το γωνιόμετρο τών τεχνητών το οποίο αποτελείται από δύο κινητούς κανόνες και χρησιμοποιείται για χάραξη γωνιών, αλλ. γονάτιο ή ψευδογνώμονας.