στύφος

From LSJ
Revision as of 19:45, 7 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

Ἰατρὸς ἀδόλεσχος ἐπὶ τῇ νόσῳ νόσοςMedicus loquax, secundus aegro morbus est → Ein Arzt, der schwätzt, verdoppelt nur der Krankheit Last

Menander, Monostichoi, 268
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στύφος Medium diacritics: στύφος Low diacritics: στύφος Capitals: ΣΤΥΦΟΣ
Transliteration A: stýphos Transliteration B: styphos Transliteration C: styfos Beta Code: stu/fos

English (LSJ)

κέρδος, Hsch.

Greek Monolingual

(I)
Α
(κατά τον Ησύχ.) «κέρδος».
(II)
-η, -ον, ΜΑ
1. στυφός
2. μτφ. σοβαρός, αυστηρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. του στυφός με αλλαγή τόνου].

Greek Monolingual

(I)
Α
(κατά τον Ησύχ.) «κέρδος».
(II)
-η, -ον, ΜΑ
1. στυφός
2. μτφ. σοβαρός, αυστηρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. του στυφός με αλλαγή τόνου].