τέτορες
From LSJ
Ὁ θάνατος οὐθὲν πρὸς ἡμᾶς, ἐπειδήπερ ὅταν μὲν ἡμεῖς ὦμεν, ὁ θάνατος οὐ πάρεστιν, ὅταν δὲ ὁ θάνατος παρῇ, τόθ' ἡμεῖς οὐκ ἐσμέν. → Death is nothing to us, since when we are, death has not come, and when death has come, we are not.
English (LSJ)
οἱ, αἱ, τέτορα, τά, Dor. for τέσσαρες (q.v.).
German (Pape)
[Seite 1096] οἱ, αἱ, τέτορα, τά, dor. statt. τέσσαρες, Hes. O. 700; Epigr. bei Her. 7, 228.
Greek (Liddell-Scott)
τέτορες: οἱ, αἱ, τέτορα, τά, Δωρ. ἀντὶ τέσσαρες.
French (Bailly abrégé)
dor. c. τέσσαρες.
Greek Monolingual
οἱ, αἱ, ουδ. τέτορα, τὰ, Α
(δωρ. τ.) βλ. τέσσερεις.
Greek Monotonic
τέτορες: οἱ, αἱ, τέτορα, τά, Δωρ. αντί τέσσαρες.
Russian (Dvoretsky)
τέτορες: α дор. Hes. etc. = τέσσαρες.