τριπλανής

From LSJ
Revision as of 20:10, 7 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμαblood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τριπλᾰνής Medium diacritics: τριπλανής Low diacritics: τριπλανής Capitals: ΤΡΙΠΛΑΝΗΣ
Transliteration A: triplanḗs Transliteration B: triplanēs Transliteration C: triplanis Beta Code: triplanh/s

English (LSJ)

ές,

   A wandered through by three, ποδηγία, of the three Gorgons, Lyc.846.

Greek (Liddell-Scott)

τρῐπλᾰνής: -ές, πολυπλανής, πολυπλάνητος, τριπλανοῦς ποδηγίας Λυκόφρ. 846, ἔνθα ὁ Σχολ. λέγει: «τριπλανοῦς ποδηγίας· πεπλανημέναι γὰρ αἱ τρεῖς (δηλ. Γοργόνες) ἐποδήγουν ἀλλήλας ἐναλλάξ, ἕνα ἔχουσαι ὀφθαλμόν, ἢ ὅτι μία παρ’ ἑτέρας ἐναλλὰξ χρωμένη τῷ ὀφθαλμῷ, κατὰ πλάνην καὶ περιφορὰν τὰς λοιπὰς ὡδήγει» (κατ’ ἄλλην παράδοσιν αἱ τρεῖς Γραῖαι εἶχον τὸν ἕνα ὀφθαλμὸν καὶ οὐχὶ αἱ Γοργόνες).

Greek Monolingual

-ές, Α
πολυπλάνητος, αυτός που έχει περιπλανηθεί πολύ («τριπλανοῡς ποδηγίας», Λυκόφρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιτατ. τρι- + -πλανής (< πλανῶμαι), πρβλ. πολυ-πλανής].