παρόψημα
καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)
English (LSJ)
ατος, τό,
A dainty side-dish, Ath.9.367c ; παροψήματα τῶν ἀμπέλων, i.e. other fruits planted among the vines, Philostr. Her.Prooem.1 :—Dim. παροψ-ημάτιον, τό, Poll.6.56.
German (Pape)
[Seite 528] τό, ein schmackhaftes Nebengericht; Ath. IX, 367 c; Philostr.
Greek (Liddell-Scott)
παρόψημα: τό, πρόσθετον προσφάγιον, Ἀθήν. 367C· παροψήματα τῶν ἀμπέλων, δηλ. αἱ σταφυλαί, Φιλόστρ. 662· ― ὑποκορ.-ημάτιον, τό, Πολυδ. Ϛ΄, 56.
Greek Monolingual
τὸ, Α παροψώμαι
1. εκλεκτό έδεσμα που προσφέρεται επί πλέον απ' ό,τι περιμένουν οι καλεσμένοι
2. φρ. «παροψήματα τῶν ἀμπέλων» — καρποφόρα δέντρα, φυτεμένα ανάμεσα στα κλήματα (Φιλόστρ.).