πελίκη
From LSJ
English (LSJ)
ἡ
A = χοῦς, Poll. 10.73 ; Att. acc. to Crates Gramm. ap. Ath. 11.495a : Aeol. πελίκα = λεκάνη, Poll.10.78.
German (Pape)
[Seite 551] ἡ, eine Art hölzerner Becher oder tiefer Schüsseln, VLL.; bei Phot. steht πέλικαν, Βοιωτοὶ την ξυλίνην λεκάνην, διὰ τὸ ἐκπεπελεκῆσθαι; vgl. Ath. XI, 495, der aus Crates gramm. die Erkl. χόες anführt.
Greek Monolingual
και αιολ. τ. πελίκα, ἡ, Α
(κατά τον Πολυδ.)
1. «λεκάνη»
2. «χοῡς».
[ΕΤΥΜΟΛ. < πέλιξ, -ικος].