πέλιξ

From LSJ

αὐτῇ τῇ ψυχῇ αὐτὴν τὴν ψυχὴν θεωροῦντα ἐξαίφνης ἀποθανόντος ἑκάστου → beholding with very soul the very soul of each immediately upon his death

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πέλιξ Medium diacritics: πέλιξ Low diacritics: πέλιξ Capitals: ΠΕΛΙΞ
Transliteration A: pélix Transliteration B: pelix Transliteration C: peliks Beta Code: pe/lic

English (LSJ)

ικος, ἡ, = κύλιξ or προχοΐδιον, Cratin. ap. Poll.10.67.

German (Pape)

[Seite 551] ὁ, = πελίκη u. πέλις, pelvis, auch πέλλιξ geschrieben, Hesych. Nach Poll. 10, 78 äol.

Greek Monolingual

-ικος, ἡ, Α
κύλιξ ή προχοΐδιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πέλλα (Ι) + επίθημα -ιξ (πρβλ. κύλιξ), αρχαιότατη λ. που μαρτυρείται πιθανότατα και στη Μυκηναϊκή (πρβλ. perike = πέλικες)].