χειροπόδης
From LSJ
Oἱ δὲ Ἀθηναῖοι ἦσαν ἐν μεγάλῳ κινδύνῳ... (adaptation of Herodotus 6.105) → The Athenians were in great danger...
English (LSJ)
ου, ὁ,
A with chapped feet, Alc.37 B.
German (Pape)
[Seite 1346] ὁ, poet. = χειρόπους, Alcae. bei D. L. 1, 81, der es erklärt: διὰ τὰς ἐν τοῖς ποσὶ ῥαγάδας (vgl. χειράς).
Greek (Liddell-Scott)
χειροπόδης: -ου, ὁ, (ἢ μᾶλλον χιρο-, πρβλ. χειράς), ὁ ἔχων πόδας πλήρεις ῥηγμάτων, Ἀλκαῖος 38· οὕτω, χειρόπους, ποδος, ὁ, ἡ, «χειρόποδες, οἱ τοὺς πόδας κατερρηγμένοι» Πολυδ. Β΄ , 152.
Greek Monolingual
ὁ, Α
βλ. χιροπόδης.