ἐξόμματος
From LSJ
English (LSJ)
ον,
A = ἐξόφθαλμος, Poll.5.69.
German (Pape)
[Seite 886] 1) mit hervorstehenden Augen, Poll. 5, 69. – 2) geblendet, Nicet.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξόμμᾰτος: -ον, = ἐξόφθαλμος, Πολυδ. Ε΄, 69. ΙΙ. τετυφλωμένος, Νικήτ.
Greek Monolingual
ἐξόμματος, -ον (AM) εξομματώ
φανερός, ολοφάνερος
μσν.
τυφλός.