εξομματώ

From LSJ

τὸ λακωνίζειν πολὺ μᾶλλόν ἐστιν φιλοσοφεῖν ἢ φιλογυμναστεῖν → to behave like a Lacedaemonian is much more to love wisdom than to love gymnastics (Plato, Protagoras 342e6)

Source

Greek Monolingual

ἐξομματῶ, -όω (Α)
1. κάνω κάποιον να δει, του ανοίγω τα μάτια
2. διασαφώ
3. τυφλώνω, βγάζω τα μάτια
4. ξεματιάζω τα κουκιά, αφαιρώ τη σκληρή μαύρη ουλή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + ομματώ (< όμμα)].