Σειρήνειος
From LSJ
ἐὰν ἐκπέσῃ τὸ σιδήριον καὶ αὐτὸς πρόσωπον ἐτάραξεν καὶ δυνάμεις δυναμώσει καὶ περισσεία τοῦ ἀνδρείου σοφία (Ecclesiastes 10:10, LXX version) → If the iron axe fails, and the man has furrowed his brow, he will gather his strength, and the redoubling of his manly vigor will be the wise thing.
English (LSJ)
ον,
A Siren-like: metaph., bewitching, LXX 4 Ma.15.21, Hld.5.1:—in codd. freq. σειρήνιος. Also fem. Adj. Σειρηνίς, ίδος, D.P.360, Tz.H.1.341, and Σειρηνίδες,= Σειρῆνες, ib.9.19; Dor. Σηρηνίδες dub. in Alcm.23.96.
Greek (Liddell-Scott)
Σειρήνειος: -ον, ὁ πρὸς Σειρῆνα ὅμοιος· μεταφορ., μαγευτικός, θελκτικός, Ἰωσήπ. Μακκ. 15, Ἡλιόδ. 5. 1· ― ἐν τοῖς Ἀντιγράφ. συχνάκις σειρήνιος. Ὡσαύτως Σειρηνικός, ή, όν, Σχόλ. εἰς Ὀδ. θηλ. Σειρηνίς, -ίδος. Διον. II. 360, Τζέτζ.