θηρόβορος

From LSJ
Revision as of 08:55, 8 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

Ξένος ὢν ἀπράγμων ἴσθι καὶ πράξεις καλῶς → Rerum abstine peregrinus et vives bene → Als Fremder sei friedliebend und es geht dir gut

Menander, Monostichoi, 399
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θηρόβορος Medium diacritics: θηρόβορος Low diacritics: θηρόβορος Capitals: ΘΗΡΟΒΟΡΟΣ
Transliteration A: thēróboros Transliteration B: thēroboros Transliteration C: thirovoros Beta Code: qhro/boros

English (LSJ)

ον,

   A eaten or torn by wild beasts, κρέας Ps.Phoc.147; θ. θάνατος death by wild beasts, Man.4.614.

German (Pape)

[Seite 1210] = θηριόβορος; auch θάνατος, Man. 4, 614.

Greek (Liddell-Scott)

θηρόβορος: -ον, ὁ καταβρωθεὶς ἢ κατασπαραχθεὶς ὑπὸ ἀγρίων θηρίων, κρέας Ψευδο-Φωκυλ. 136 (ἀλλ. θηρίβορον)· θηρ. θάνατος, δι’ ἀγρίων θηρίων γινόμενος, Μανέθων 4. 614.

Greek Monolingual

θηρόβορος, -ον (Α)
1. αυτός που κατασπαράχθηκε από άγρια θηρία
2. αυτός που γίνεται από θηρία («θηρόβορος θάνατος», Μανέ θ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θηρ(ο)- + -βορος (< βορά < βι-βρώ-σκω), πρβλ. θυμο-βόρος, σαρκο-βόρος].