μάματα

From LSJ
Revision as of 09:15, 8 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

εἶτα ὁ γνώμων μοί πως ἀνίσταται → then my tool suddenly stood up

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μάματα Medium diacritics: μάματα Low diacritics: μάματα Capitals: ΜΑΜΑΤΑ
Transliteration A: mámata Transliteration B: mamata Transliteration C: mamata Beta Code: ma/mata

English (LSJ)

ποιήματα, βρώματα, Hsch.; cf. μάμματα. μαματίδες· ἀναδενδράδες (Dolopian), Id. μαμάτραι· οἱ στρατηγοί, παρὰ Ἰνδοῖς, Id. μἀμελεῖν, Att. crasis for μὴ ἀμελεῖν.

Greek Monolingual

μάματα και μάμματα, τὰ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «μάματα
ποιήματα, βρώματα».
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για διαλεκτικό τ. (δωρ.-μακεδον.) της λ. μάγματα (πρβλ. μάσσω «ζυμώνω»). Κατ' άλλους, η λ. συνδέεται με το μαμμᾶν «θηλάζω, τρώγω» (πρβλ. μάμμη)].

Frisk Etymological English

Grammatical information: n. pl.
Meaning: ποιήματα (πέμματα Meineke), βρώματα H.; μάμματα βρω-ματα (sch. Pl. Alc. 1, 118e).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: After v. Blumenthal Hesychst. 21 f. dial. (Dor.-Macedon.) for μάγματα (to μάσσω knead).

Frisk Etymology German

μάματα: {mámata}
Meaning: ποιήματα (πέμματα Meineke), βρώματα H.; μάμματα· βρώματα (Sch. Pl. Alk. 1, 118e).
Etymology : Nach v. Blumenthal Hesychst. 21 f. dial. (dor.-makedon.) für μάγματα (zu μάσσω kneten).
Page 2,168