μειλικτικός

From LSJ
Revision as of 09:20, 8 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

Οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → Silere non est turpe, sed frustra loqui → nicht Schweigen schändet, sondern Schwätzen auf gut Glück

Menander, Monostichoi, 417
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μειλικτικός Medium diacritics: μειλικτικός Low diacritics: μειλικτικός Capitals: ΜΕΙΛΙΚΤΙΚΟΣ
Transliteration A: meiliktikós Transliteration B: meiliktikos Transliteration C: meiliktikos Beta Code: meiliktiko/s

English (LSJ)

ή, όν, = foreg. Adv. -κῶς Sch.Ar.Pl.233.

German (Pape)

[Seite 115] = Vorigem, adv., Schol. Ar. Plut. 233.

Greek (Liddell-Scott)

μειλικτικός: -ή, -όν, = τῷ προηγ., ἐπίρρ. -κῶς, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 233.

Greek Monolingual

μειλικτικός, -ή, -όν (Α)
μειλικτός
ο μειλικτήριος.
επίρρ...
μειλικτικῶς (Α) με μειλικτήριο τρόπο.