μήχι

From LSJ
Revision as of 09:30, 8 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

Μή μοι γένοιθ', ἃ βούλομ', ἀλλ' ἃ συμφέρει → Ne sit mihi, quod cupio, sed quod expedit → nicht was ich will, geschehe mir, doch was mir nützt

Menander, Monostichoi, 366
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μήχι Medium diacritics: μήχι Low diacritics: μήχι Capitals: ΜΗΧΙ
Transliteration A: mḗchi Transliteration B: mēchi Transliteration C: michi Beta Code: mh/xi

English (LSJ)

related to μή as οὐχί to οὐ, ναίχι to ναί, Eub.23.

Greek Monolingual

μήχι (Α)
μόριο το οποίο έχει σχέση με το μόριο μη, όπως και το ουχί έχει σχέση με το μόριο ου και το ναιχί με το μόριο ναι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μή-χι (πρβλ. οὐχί)].