μελαινίς

From LSJ
Revision as of 09:30, 8 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελαινίς Medium diacritics: μελαινίς Low diacritics: μελαινίς Capitals: ΜΕΛΑΙΝΙΣ
Transliteration A: melainís Transliteration B: melainis Transliteration C: melainis Beta Code: melaini/s

English (LSJ)

ίδος, ἡ,

   A the black, a name of Aphrodite at Corinth, Ath. 13.588c.    II a bivalve sea-shell, used as a drinking-cup, Sophr. 101, Herod.1.79; = πελωρίς, Xenocr. ap. Orib.2.58.97.    III μελαῖνις (sic) αἲξ καὶ βοῦς from Melaenae, Diosc.Gloss. ap. Gal.19.120.

German (Pape)

[Seite 118] ίδος, ἡ, die schwarze, nächtliche, Beiwort der Aphrodite in Korinth, Ath. XIII, 588 b.

Greek (Liddell-Scott)

μελαινίς: -ίδος, ἡ, ἡ μέλαινα, ὄνομα τῆς Ἀφροδίτης ἐν Κορίνθῳ, Ἀθήν. 588C. ΙΙ. εἶδος θαλλασίων κογχῶν, διαφερουσῶν κατὰ τὸ χρῶμα μόνον τῶν πελωρίδων, Σώφρων παρ’ Ἀθην. 86Α· ― Ἴδε σημ. Κοραῆ εἰς Ξενοκρ. σ. 145.

Greek Monolingual

μελαινίς, -ίδος, ἡ (Α)
1. ως κύριο όν. η Μελαινίς
προσωνυμία της Αφροδίτης στην Κόρινθο («ἧ καὶ Ἀφροδίτη ἡ ἐν Κορίνθῳ ἡ Μελαινὶς καλουμένη νυκτὸς ἐπιφαινομένη ἐμήνυεν ἐραστῶν ἔφοδον πολυταλάντων», Αθήν.)
2. είδος θαλάσσιου δίθυρου κοχυλιού που το χρησιμοποιούσαν για να πίνουν, αλλ. πελωρίς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μελαιν- του μέλαινα + επίθημα -ίς].