νευρειή
From LSJ
δεξιὸν εἰς ὑπόδημα, ἀριστερὸν εἰς ποδάνιπτρα → the right foot into a shoe, the left into a foot-bath | of one who is ready for anything
English (LSJ)
ἡ, poet. for νευρά, Theoc.25.213.
Greek (Liddell-Scott)
νευρειή: ἡ, ποιητ. ἀντὶ τοῦ νευρά, Θεόκρ. 25. 213.
Greek Monolingual
νευρειή, ἡ (Α)
(ποιητ. τ.) βλ. νευρά.
Greek Monotonic
νευρειή: ἡ, Επικ. αντί νευρά, σε Θεόκρ.
Russian (Dvoretsky)
νευρειή: v. l. νευρείη ἡ Theocr. = νευρά.