φλαστός
From LSJ
English (LSJ)
ή, όν, Ion. for θλαστός, v.l. Arist.HA523b7, 11.
German (Pape)
[Seite 1290] adj. verb. von φλάω, ion. statt θλαστός, gedrückt, gequetscht, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
φλαστός: -ή, -όν, ῥηματ. ἐπίθ., Ἰων. ἀντὶ θλαστός, διάφορ. γραφ. ἐν Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 1, 4.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α φλῶ
(αιολ. τ.) θλαστός.
Russian (Dvoretsky)
φλαστός: [adj. verb. к φλάω могущий быть истолченным, хрупкий (Arst. - v. l. к θλαστός).