φύζω
From LSJ
ἕτερος ἐξ ἑτέρου σοφός τό τε πάλαι τό τε νῦν → one gets his skill from another, now as in days of old
English (LSJ)
late Ion. for φεύγω, Heraclid. ap. Eust.1643.2: part. aor. Pass. φυζηθέντες (as if from φυζάομαι) Nic.Th.825.
Greek Monolingual
Α
(επικ. τ.) φεύγω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αμάρτυρος τ. ενεστ., την ύπαρξη του οποίου υποθέτουν ορισμένοι μελετητές, στην προσπάθεια να ερμηνεύσουν τον ομηρικό τ. μτχ. πεφυζότες. Ωστόσο, η άποψη αυτή δεν θεωρείται ιδιαίτερα πιθανή, αφού ο τ. πεφυζότες θα μπορούσε να ερμηνευθεί ως μεταπλασμένος —για μετρικούς λόγους— τ. της μτχ. ενεργ. παρακμ. πεφυγ(F)ότες (από έναν αμάρτυρο τ. παρακμ. πέφυγα σχηματισμένο με αναδιπλασιασμό από τη μηδενισμένη βαθμίδα της ρίζας του φεύγω, πρβλ. μτχ. μέσ. παρακμ. πεφυγμένος), κατ' επίδραση του φύζα.