χελιδονιαῖος
From LSJ
γέλως τὰ σεμνὰ τοῦ βίου τοῖς σώφροσιν → pompous things in life make men of sound mind laugh (Menander)
English (LSJ)
α, ον,
A = χελιδόνιος 11, ὄνος Sammelb.6001.5 (ii A. D.); ἰχθῦς PLond.1.130.104 (i/ii A. D., horoscope); ἱ[ππάδα] PThead.4.6 (iv A. D.); = badius, Gloss.; αἱ χελιδονιαῖαι ἀσπίδες prob. for χελιδοναῖαι in Aët. 13.22.
Greek Monolingual
και χελιδωνιαῑος, -αία, -ον, Α
1. όμοιος με χελιδόνι
2. φρ. «χελιδονιαῑος ἰχθῡς» — το χελιδονόψαρο πάπ..
[ΕΤΥΜΟΛ. < χελιδών, -όνος + κατάλ. -ιαῖος].