ἀλαθείς
From LSJ
Θεοῦ γὰρ οὐδεὶς χωρὶς (ἐκτὸς οὐδεὶς) εὐτυχεῖ βροτῶν → Nullus beatus absque numine est dei → Glückselig Gott allein und sonst kein Sterblicher
English (LSJ)
v. sub ἀλάομαι.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλᾱθείς: ἴδε ἐν λ. ἀλάομαι.
French (Bailly abrégé)
εῖσα, έν;
part. ao. dor. de ἀλάομαι.
Spanish (DGE)
v. ἀλάομαι.
Greek Monotonic
ἀλᾱθείς: Δωρ. αντί ἀληθείς, μτχ. αορ. αʹ του ἀλάομαι.
Russian (Dvoretsky)
ἀλᾱθείς: дор. part. aor. к ἀλάομαι.