ἀλαθείς
From LSJ
English (LSJ)
v. sub ἀλάομαι.
Spanish (DGE)
v. ἀλάομαι.
French (Bailly abrégé)
εῖσα, έν;
part. ao. dor. de ἀλάομαι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ἀλαθείς Dor. ptc. aor. pass. van ἀλάομαι.
Russian (Dvoretsky)
ἀλᾱθείς: дор. part. aor. к ἀλάομαι.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλᾱθείς: ἴδε ἐν λ. ἀλάομαι.
Greek Monotonic
ἀλᾱθείς: Δωρ. αντί ἀληθείς, μτχ. αορ. αʹ του ἀλάομαι.