Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἀλφιτοπώλης

From LSJ
Revision as of 14:15, 8 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

Νόμος γονεῦσιν ἰσοθέους τιμὰς νέμειν → Iubet parentes lex coli iuxta deos → Die Eltern gleich den Göttern ehren ist Gesetz

Menander, Monostichoi, 378
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀλφῐτοπώλης Medium diacritics: ἀλφιτοπώλης Low diacritics: αλφιτοπώλης Capitals: ΑΛΦΙΤΟΠΩΛΗΣ
Transliteration A: alphitopṓlēs Transliteration B: alphitopōlēs Transliteration C: alfitopolis Beta Code: a)lfitopw/lhs

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A seller of ἄλφιτα, Nicoph.19:—fem. ἀλφῐτό-πωλις, D.L.6.9, 7.168; as Adj., ἀ. στοά flour-market at Athens, Ar.Ec. 682.

German (Pape)

[Seite 112] ὁ, Gerstenmehlverkäufer, Luc. D. Mer. 7, 2; Nicoph. bei Ath. III, 126 e.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλφῐτοπώλης: -ου, ὁ, = ἀλφιταμοιβός, Νικοφῶν ἐν «Χειρογάστορσι» 1, θηλ. ἡ ἀλφιτόπωλις στοά, ἡ ἀλευραγορὰ ἐν Ἀθήναις, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 682.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ vendedor de harina de cebada Nicopho 9, Luc.DMeretr.7.2.

Greek Monolingual

ἀλφιτοπώλης, ο (θηλ. ἀλφιτόπωλίς) (Α)
1. αυτός που εμπορεύεται άλφιτα, ο αλευροπώλης
2. (ως επίθ. στη φρ.) «ἀλφιτόπωλις στοά», αγορά της Αθήνας, όπου πουλούσαν αλεύρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄλφιτον(-α) + -πώλης < πωλῶ].

Russian (Dvoretsky)

ἀλφῐτοπώλης: ου ὁ Luc. = ἀλφιταμοιβός.