ἀμφοτερότης

From LSJ
Revision as of 14:20, 8 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

Ῥᾷον βίον ζῇς, ἢν γυναῖκα μὴ τρέφῃς → Vivas facilius, coniugem si non alas → Dann lebst du leichter, wenn du keine Frau ernährst

Menander, Monostichoi, 468
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμφοτερότης Medium diacritics: ἀμφοτερότης Low diacritics: αμφοτερότης Capitals: ΑΜΦΟΤΕΡΟΤΗΣ
Transliteration A: amphoterótēs Transliteration B: amphoterotēs Transliteration C: amfoterotis Beta Code: a)mfotero/ths

English (LSJ)

ητος, ἡ,

   A duality, etym. of Ἀμφιτρίτη, Sch.Opp.H. 1.385.

Spanish (DGE)

-ητος, ἡ
dualidad falsa etim. de Ἀμφιτρίτη Sch.Opp.H.1.385.

Greek Monolingual

ἀμφοτερότης, -ητος, η (Α) ἀμφότεροι
η ιδιότητα του να είναι κανείς και τα δύο ή να έχει και τα δύο.