Ῥᾷον βίον ζῇς, ἢν γυναῖκα μὴ τρέφῃς → Vivas facilius, coniugem si non alas → Dann lebst du leichter, wenn du keine Frau ernährst
Full diacritics: ἀμφοτερότης | Medium diacritics: ἀμφοτερότης | Low diacritics: αμφοτερότης | Capitals: ΑΜΦΟΤΕΡΟΤΗΣ |
Transliteration A: amphoterótēs | Transliteration B: amphoterotēs | Transliteration C: amfoterotis | Beta Code: a)mfotero/ths |
ητος, ἡ,
A duality, etym. of Ἀμφιτρίτη, Sch.Opp.H. 1.385.
-ητος, ἡ
dualidad falsa etim. de Ἀμφιτρίτη Sch.Opp.H.1.385.
ἀμφοτερότης, -ητος, η (Α) ἀμφότεροι
η ιδιότητα του να είναι κανείς και τα δύο ή να έχει και τα δύο.