ἀμφοτερότης

From LSJ

Ὑπὲρ εὐσεβείας καὶ λάλει καὶ μάνθανε → Ea fator atque disce, quae pietas probat → Dein Sprechen, Lernen diene nur der Frömmigkeit

Menander, Monostichoi, 521
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμφοτερότης Medium diacritics: ἀμφοτερότης Low diacritics: αμφοτερότης Capitals: ΑΜΦΟΤΕΡΟΤΗΣ
Transliteration A: amphoterótēs Transliteration B: amphoterotēs Transliteration C: amfoterotis Beta Code: a)mfotero/ths

English (LSJ)

-ητος, ἡ, duality, etym. of Ἀμφιτρίτη, Sch.Opp.H. 1.385.

Spanish (DGE)

-ητος, ἡ
dualidad falsa etim. de Ἀμφιτρίτη Sch.Opp.H.1.385.

Greek Monolingual

ἀμφοτερότης, -ητος, η (Α) ἀμφότεροι
η ιδιότητα του να είναι κανείς και τα δύο ή να έχει και τα δύο.