ἀνάλιπος
From LSJ
Πένητας ἀργοὺς οὐ τρέφει ῥᾳθυμία → Desidia nescit educare pauperem → Den trägen Armen nährt nicht seine Arbeitsscheu
English (LSJ)
[ᾱλ], ον, Dor. for ἀνήλιπος,
A barefoot, f.l. in Theoc.4.56.
German (Pape)
[Seite 196] (dor. für ἀνήλιπος, v. ἦλιψ), unbeschuht, Theocr. 4, 56 (nicht aus πούς u. ἑλίσσω zsgstzt).
Greek (Liddell-Scott)
ἀνάλιπος: [ᾱν], ον, Δωρ. ἀντὶ ἀνήλιπος, ἀνυπόδητος, «ἀνάλιπος, ἤγουν ἀνυπόδητος, ἐξ οὖ καὶ πέδιλον τὸ ὑπόδημα· ἦλιψ γὰρ τὸ ὑπόδημα», (Σχόλ.) Θεόκρ. 4. 56.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
dor.
sans chaussures, nu-pieds.
Étymologie: ἀ, ἦλιψ ; cf. νήλιπος.
Spanish (DGE)
ἀνυπόδητος Hsch.α 4327 (u.l. de νήλιπος Theoc.4.56 ap. crít.).
Greek Monotonic
ἀνάλιπος: [ᾱλ], -ον, Δωρ. αντί ἀν-ήλιπος.
Russian (Dvoretsky)
ἀνάλιπος: дор. = ἀνήλιπος.
Middle Liddell
doric for ἀν-ήλιπος.