ἆλσο
From LSJ
ὥστε πλείους ἢ χιλίας ἱεροδούλους ἐκέκτητο ἑταίρας → it owned more than a thousand temple-slaves, courtesans
English (LSJ)
v. sub ἅλλομαι.
German (Pape)
[Seite 110] Hom. Iliad 16, 754, s. ἅλλομαι.
Greek (Liddell-Scott)
ἆλσο: ἴδε ἐν λ. ἄλλομαι.
English (Autenrieth)
see ἅλλομαι.
Spanish (DGE)
v. ἅλλομαι.
Greek Monotonic
ἆλσο: βʹ ενικ. Επικ. αορ. βʹ του ἅλλομαι.
Russian (Dvoretsky)
ἆλσο: эп. (syncop.) 2 л. sing. aor. 2 к ἅλλομαι.