ἐκτιστής
From LSJ
Μή, φίλα ψυχά, βίον ἀθάνατον σπεῦδε, τὰν δ' ἔμπρακτον ἄντλει μαχανάν → Oh! my soul do not aspire to eternal life, but exhaust the limits of the possible
English (LSJ)
ἀποδότης, Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκτιστής: «ἀποδότης» Ἡσύχ., ἀλλὰ κατὰ Κόντον διορθωτέον ἐκτίστης, Γλωσσ. Παρατ. 132.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
1 el que reintegra o paga por entero τοῦ προστίμου PSI 1435.6 (I d.C.), deudas ὀφλήματος πατρικοῦ Nil.Narr.7.15, τῶν ἡμετέρων δανείων Nil.in Cant.86.11.
2 ref. a Dios retribuidor de buenas obras, Nil.M.79.848D.
3 prob. vengador μὴ γένῃ ... πονηροῦ δανείου πονηρότερος ἐ. Basil.M.31.357B.