ἡνιόχη
From LSJ
οἱ βάρβαροι γὰρ ἄνδρας ἡγοῦνται μόνους τοὺς πλεῖστα δυναμένους καταφαγεῖν καὶ πιεῖν → for great feeders and heavy drinkers are alone esteemed as men by the barbarians
English (LSJ)
ἡ, fem. of ἡνίοχος, a name of Hera, Paus.9.39.5.
German (Pape)
[Seite 1172] ἡ, fem. zu ἡνίοχος; so hieß Here, Paus. 9, 39, 5.
Greek (Liddell-Scott)
ἡνιόχη: ἡ, θηλ. τοῦ ἡνίοχος, ὄνομα τῆς Ἥρας, Παυσ. 9. 39, 5.
Greek Monolingual
ἡνιόχη, ἡ (Α)
(θηλ. του ηνίοχος) προσωνυμία της Ήρας.