ὀκτακάτιοι
From LSJ
μοχθεῖν τε βροτοῖσ(ιν) άνάγκη → and you mortals must endure trouble (Euripides' Hippolytus 208)
English (LSJ)
Dor. for ὀκτακόσιοι, IG5(1).1 A 16 (Sparta) ;
A ηοκτακ. Tab.Heracl.2.79.
Greek (Liddell-Scott)
ὀκτακάτιοι: οἱ, Δωρικ. ἀντὶ ὀκτακόσιοι, Συλλ. Ἐπιγραφ. 1511. 15.
Greek Monolingual
ὀκτακάτιοι, οἱ (Α)
(δωρ. τ.) βλ. οκτακόσιοι.