ὑπεράνωρ
From LSJ
Θησαυρός ἐστι τῶν κακῶν κακὴ γυνή → Ingens mali thesaurus est mulier mala → Ein Schatz an allem Schlechten ist ein schlechtes Weib
English (LSJ)
Dor. for ὑπερήνωρ.
German (Pape)
[Seite 1191] ορος, dor. = ὑπερήνωρ, μεγαληνορία Eur. Phoen. 192.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπεράνωρ: -ορος, ὁ, Δωρικ. ἀντὶ ὑπερήνωρ.
Greek Monolingual
-ορος, ὁ, Α
βλ. ὑπερήνωρ.
Russian (Dvoretsky)
ὑπεράνωρ: ορος (ᾱ) adj. дор. = ὑπερήνωρ.