ὑπαΐδιος

From LSJ
Revision as of 17:55, 8 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

Ζωῆς πονηρᾶς θάνατος αἱρετώτερος → Satius mori quam calamitose vivere → Dem schlechten Leben vorzuziehen ist der Tod

Menander, Monostichoi, 193
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπαΐδιος Medium diacritics: ὑπαΐδιος Low diacritics: υπαΐδιος Capitals: ΥΠΑΪΔΙΟΣ
Transliteration A: hypaḯdios Transliteration B: hypaidios Transliteration C: ypaidios Beta Code: u(pai/+dios

English (LSJ)

οἶκος,

   A eternal, of the grave, IG5(1).734 (Sparta): or perh. underground (αἶα), cf. ὑπόγαιος and ὑπογαΐδιος, καταγαΐδιοι (ὑπ' ἀίδιον IGl. c.).

Greek (Liddell-Scott)

ὑπαΐδιος: οἶκος, ὁ ὑπὸ τὸν ᾅδην, Ἐπιγρ. ἔμμετρ. Σπάρτης, Ἀθηναίου τ. Γ΄, 454.

Greek Monolingual

-ον, Α
φρ. «ὑπαΐδιος οἶκος» — αυτός που βρίσκεται κάτω από τον Άδη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο)- + ἀΐδιος «αιώνιος»].