ὡρολόγιον
μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.
English (LSJ)
τό,
A an instrument for telling the time, a dial or clock, ὡ. σκιοθηρικόν the sun-dial of Anaximenes, Plin.HN2.187; a sun-dial (ὡρολόγιον) at Zea (Piraeus) mentioned in PHaw.81 (Att. periegesis of iii B. C., pap. of ii A. D.); ἀπὸ τοῦ σκιακοῦ ὡρολογίου IGRom.4.293ai35 (Pergam., prob. 127/6 B.C.), cf. Cleom.1.10sq., Gem.8.23, Plu.2.1006f, CIG1947 (loc. inc.), Inscr.Cos57, Suid. (who writes it ὡρολογεῖον) ; ὡ. ὑδραυλικόν a water-clock, = κλεψύδρα, cf. Aristocl. ap.Ath.4.174c, Plin.HN7.213, Bato 2.14; μηχανικὰ ὡ. Ach.Tat. Intr.Arat.25.6: the dimensions of a water(?)-clock are given in POxy.470.31 (iii A. D.).
Greek (Liddell-Scott)
ὡρολόγιον: τό, ὄργανον δεικνύον τὴν ὥραν, ὡρ. σκιοθηρικόν, τὸ ἡλιακὸν ὡρολόγιον τοῦ Ἀναξιμάνδρου, Πλίν. 2. 78· πρβλ. Κλεομήδ. 1. 10 κἑξ., Πλούτ. 2. 1006Ε, Συλλ. Ἐπιγρ. 1947, 2510, Σουΐδ. (ὅστις γράφει ὡρολογεῖον, ὡς παρὰ Μαλαλ. 479. 17)· ὡρολ. ὑδραυλικόν, = κλεψύδρα, πρβλ. Ἀριστοκλ. παρ’ Ἀθην. 174C, Πλίν. 7. 60, Βάτωνα τὸν Κωμικ. ἐν «Ἀνδροφόνῳ» 1. -Ἴδε τοῦ Βεκκήρ. Gallus, Scene III. Exc. 5, Λεξικ. Ἀρχαιοτ.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
appareil pour dire l’heure, cadran, horloge, particul. cadran solaire.
Étymologie: ὥρα, λέγω³.