ὤβεον
From LSJ
ἐν τῷ ῥά σφι κύκησε γυνὴ εἰκυῖα θεῆισιν οἴνῳ Πραμνείῳ, ἐπὶ δ' αἴγειον κνῆ τυρόν κνήστι χαλκείῃ, ἐπὶ δ' ἄλφιτα λευκὰ πάλυνε. → In it the woman, like the goddesses, mixed Pramnian wine for them, and over it she grated goat cheese with a bronze grater, and sprinkled white barley on it.
English (LSJ)
τό, (i. e. ὤϝεον)
A egg, and ὠβεοκόπτης, ου, ὁ, egg-breaker, name of a species of snake, Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
ὤβεον: -ου, τό, (ὅ ἐστι ὤϝεον) ᾠόν, καὶ ὠβεοκόπτης, ὁ, ὁ θραύων, συντρίβων ᾠά, ὄνομα εἴδους τινὸς ὄφεως παρ’ Ἡσυχ., «ὅπερ ὁ Κόβητος μετέβαλεν εἰς ὠβεοκάπτας, τουτέστιν: ὤβεα (ἤτοι ᾠά) κάπτοντας» Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 428.