ῥυσίπτολις
From LSJ
λίγεια μινύρεται θαμίζουσα μάλιστ' ἀηδών → the sweet-voiced nightingale mourns constantly, the sweet-voiced nightingale most loves to warble
English (LSJ)
poet. for ῥυσίπολις, Epigr.Gr. (add.) 888a (Ephesus).
German (Pape)
[Seite 853] poet. = ῥυσίπολις.
Greek (Liddell-Scott)
ῥῡσίπτολις: ποιητικ. ἀντὶ ῥυσίπολις, Ἑλλην. Ἐπιγράμμ. (προσθῆκαι) 888a.
English (Autenrieth)
see ἐρυσίπτολις.
Greek Monolingual
-όλεως, ὁ, ἡ, Α
(ποιητ. τ.) βλ. ῥυσίπολις.