σαρκοφανής

From LSJ
Revision as of 17:00, 14 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1-$2")

ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σαρκοφᾰνής Medium diacritics: σαρκοφανής Low diacritics: σαρκοφανής Capitals: ΣΑΡΚΟΦΑΝΗΣ
Transliteration A: sarkophanḗs Transliteration B: sarkophanēs Transliteration C: sarkofanis Beta Code: sarkofanh/s

English (LSJ)

ές,

   A with a fleshy outside, S.E.P.1.50.    II Subst., open-work garment, ἄρτι μοι πέμψον σαρκοφανὴν ἔχοντα κτλ. POxy. 936.26 (iii A.D.).

Greek (Liddell-Scott)

σαρκοφᾰνής: -ές, ὁ ὡς σὰρξ φαινόμενος, ἔχων σαρκῶδες ἐξωτερικόν, Σέξτ. Ἐμπ. 1. 50.

Greek Monolingual

-ές, Α
1. αυτός που έχει σαρκώδες περίβλημα, που μοιάζει εξωτερικά με σάρκα
2. (στο αρσ. ως ουσ.) ὁ σαρκοφανής
ένδυμα με ανοίγματα που επέτρεπαν να φαίνεται η σάρκα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σάρξ, σαρκός + -φανής (< φαίνω, φαίνομαι), πρβλ. ιππο-φανής, ξυλο-φανής].

Russian (Dvoretsky)

σαρκοφᾰνής: покрытый плотью, мясистый Sext.