τάκων

From LSJ
Revision as of 16:07, 16 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b3">ᾰ], ωνος, ὁ</b>" to "ᾰ], ωνος, ὁ")

βορβόρῳ δ' ὕδωρ λαμπρὸν μιαίνων οὔποθ' εὑρήσεις ποτόνonce limpid waters are stained with mud, you'll never find a drink

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τάκων Medium diacritics: τάκων Low diacritics: τάκων Capitals: ΤΑΚΩΝ
Transliteration A: tákōn Transliteration B: takōn Transliteration C: takon Beta Code: ta/kwn

English (LSJ)

[ᾰ], ωνος, ὁ, a kind of

   A sausage or rissole, Crates Com.17, cf. Poll.6.53.

German (Pape)

[Seite 1064] ωνος, ὁ, Poll. 6, 53, aus Crates com., u. bei Hesych. τακών, eine Art Wurst oder Fleischgericht.

Greek (Liddell-Scott)

τάκων: ἢ τακών, ὁ, πληθ. τάκωνες ἢ τακῶνες, «ἔστι δὲ καὶ γαστρίδιον ἡδυσμένον ὃ καὶ τάκωνας ἔνιοι κεκλῆσθαι οἴονται παρὰ Κράτητι τῷ Κωμικῷ μόνῳ καὶ ἅπαξ εἰρηκότι ἐν Θηρίοις» Πολυδ. ϛʹ, 53 - Καθ’ Ἡσύχ.: «τακῶνες· τροχίσκοι στέατος κεκομμένου μεθ’ ἁλῶν καὶ ξηρῶν ἀρτυμάτων».

Greek Monolingual

-ωνος, και τακών, -ῶνος, Α
είδος λουκάνικου («τακῶνες
τροχίσκοι στέατος κεκομμένου μεθ' ἁλῶν καὶ ξηρῶν ἀρτυμάτων», Ησύχ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει πιθ. σχηματιστεί από το θ. τακ- της συνεσταλμένης βαθμίδας του ρ. τήκω].