φαινόλη

From LSJ
Revision as of 12:05, 19 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+), ([\w]+ [\w]+ [\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2, $3")

ὁ δὲ πείσεται εἰς ἀγαθόν περ → he will obey you to his profit, he will obey you for his own good end

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φαινόλη Medium diacritics: φαινόλη Low diacritics: φαινόλη Capitals: ΦΑΙΝΟΛΗ
Transliteration A: phainólē Transliteration B: phainolē Transliteration C: fainoli Beta Code: faino/lh

English (LSJ)

Dor. -όλα, ἡ, = Lat.

   A paenula, thick upper garment, cloak, Rhinth.7, cf. φαινόλα· τὸ ὕφασμα, Hsch.; φαίνουλα Edict.Diocl. 19.51 (Megalop.), παίνουλα ib.52, πένουλα ib.51 (Megar.):—but usu. φαινόλης, ου, ὁ, Arr.Epict.4.8.34, Ath.3.97e, Artem.2.3, Poll.7.61, POxy.736.4 (i A. D.).

Greek Monolingual

(I)
και δωρ. τ. φαινόλα και φαίνουλα και παίνουλα και πένουλα, ἡ, Α
ο φαινόλης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. της λ. φαινόλης (), κατά τα θηλ. Οι τ. φαίνουλα, παίνουλα, πένουλα έχουν σχηματιστεί κατ' επίδραση του λατ. paenula (< φαινόλης)].
(II)
η, Ν
χημ.
1. μονοκυκλική οργανική ένωση, υδροξυλιωμένο παράγωγο του βενζολίου, γνωστή και με τις ονομασίες φαινικό οξύ και υδροξυβενζόλιο, το πρώτο και απλούστερο μέλος της ευρείας οικογένειας τών φαινολών
2. στον πληθ. οι φαινόλες·οικογένεια κυκλικών οργανικών ενώσεων της αρωματικής σειράς, τα μόρια τών οποίων περιλαμβάνουν μία ή περισσότερες ομάδες υδροξυλίου απευθείας ενωμένες με έναν αρωματικό δακτύλιο
3. φρ. «ρητίνη φαινόλης-φορμαλδεΰδης»
(χημ.-τεχνολ.) κατηγορία συνθετικών ρητινών που προέρχονται από τη συμπύκνωση φαινόλης και φορμαλδεΰδης και βρίσκουν σημαντικές εφαρμογές ως ηλεκτρομονωτικά υλικά για την κατασκευή χυτών αντικειμένων, ως μέσα συγκολλήσεων και επικαλύψεων κ.ά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. phenol < phen (< φαίνω) + κατάλ. -ol της χημ. ορολογίας].