Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

λυτρώνω

From LSJ
Revision as of 19:01, 24 October 2020 by Spiros (talk | contribs)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → Nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us

Apollonius of Rhodes, Argonautica, 3.1129f.

Greek Monolingual

(AM λυτρῶ, -όω) λύτρα
1. απελευθερώνω αιχμάλωτο λαμβάνοντας λύτρα, ως αντάλλαγμα
2. απαλλάσσω κάποιον από κακό (α. «ο θάνατος τον λύτρωσε από τα βάσανα» β. «μηδ' ἐκ τῶν ἰδίων λελυτρῶσθαι πένητες ἄνθρωποι», Δημοσθ.)
μσν.
εξαγοράζω
αρχ.
1. (κατά κακή μετάφραση εβραϊκής λέξης) σπάζω τον σβέρκο μου
2. παθ. λυτροῦμαι, -όομαι
απαλλάσσομαι από υποχρέωση.