Ἡφαιστοτυκής
From LSJ
Μή μοι γένοιθ', ἃ βούλομ', ἀλλ' ἃ συμφέρει → Ne sit mihi, quod cupio, sed quod expedit → nicht was ich will, geschehe mir, doch was mir nützt
English (LSJ)
Ἡφαιστότευκτος, ον,
A wrought by Hephaestus, σέλας S.Ph.987, cf. Simon.202A, D.L.1.32:—also Ἡφαιστοτευχής, ές, δέπας A.Fr.69 (lyr., leg. Ἡφαιστοτυκές).
German (Pape)
[Seite 1179] ές, dasselbe; δέπας Aesch. bei Ath. XI, 469 f, wo Schweigh. des Metrums wegen ἡφαιστοτυχές, Herm. ἡφαιστοτυκές ändern.
Russian (Dvoretsky)
Ἡφαιστοτευχής: или Ἡφαιστοτυκής 2 Aesch. = Ἡφαιστότευκτος.