coil
From LSJ
Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart
English > Greek (Woodhouse)
substantive
V. πλεκτή, ἡ, σπεῖρα, ἡ, σπείραμα, τό, περίβολος, ὁ, Ar. and V. πλεκτάνη, ἡ.
having many coils, adj.: V. πολύπλοκος.
verb transitive
twine: P. and V. πλέκειν, V. ἑλίσσειν, εἱλίσσειν.
verb intransitive
V. ἑλίσσεσθαι (also Plato but rare P.), εἱλίσσεσθαι; see wind.
coil round: P. περιελίσσειν (τι περί τι) (Xen.).
coil (oneself) round: P. περιελίσσεσθαι (περί) (acc. or absol.) (Plato), περιπτύσσεσθαι (absol.) (Plato).